PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
τρομοκράτισσα террористка
τρομοκρατούμαι
τρομοκρατώ
τρομοκρατών
τρομολαγνικός
Τρόμος ужасы
τρομος
τρόμος
страх
  1. ужас
  2. у́жас
  3. ужасы
  4. страшиться
  5. могар
  6. паника
  7. тревога
  8. трепет
  9. испуг
  10. опасение
  11. перепуг
  12. мнительность
Τρόμου агрессивная
τρόμπα
насо́с
  1. по́мпа
  2. выкачивание
  3. туфля-лодочка
  4. насос
τρομπάρω
τρομπέτα
труба
  1. труба́
  2. труба́ч
  3. варган
  4. дубровка
  5. флюгельгорн
  6. корнет
  7. корнет-а-пистон
  8. кулёк
  9. валторна
  10. корнетист
  11. воронка
  12. фунтик
τρομπετίστας труба́ч
τρομπέττα
τρομπόνι
тромбон
  1. тромбо́н
  2. мушкето́н
τρομπονίστας
τρομπονιστής
Τρόμπριαντ
τρομώδες
τρομώδες παραλήρημα
τρομώδης
τρομώδης ήχος
τρομωδώς
Τροντσάνο Βερτσελλέζε
Τροντ Σόλιντ
Τρόντχαϊμ Тронхейм
Τρόοδος
τρόπαιο кубок
τροπαιούχος
τροπαιοφόρος
τροπάρι
τροπάριο
τροπή
τροπη
τροπίδα
τρόπιδα киль
Τροπικάλια
τροπικές ζώνες
тропики
  1. тропик
τροπικές χώρες
τροπικεσ νοσοι
τροπική ζώνη
τροπική ιατρική
τροπική νόσος
τροπική ξυλεία
τροπικό δάσος
τροπικό δάσος βροχής
сельва
  1. тропический дождевой лес
Τροπικό Δάσος του Αμαζονίου
τροπικό δέντρο
τροπικοί
тропик
  1. тропики
τροπικοί/τροπικές ζώνες тропики
ελληνικά русский