PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αλήτισσα
αλητόγατος tom cat
αλητόπαιδο
αλθαία marshmallow
αλθαία ή ροδανθής hollyhock
Αλθίνγκι Althing
αλιάετος osprey
Αλιάκμονας Haliacmon
Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ Ali Abdullah Saleh
Αλιάνικο Aglianico
Αλιάντς Αρένα Allianz Arena
Αλίαρτος Aliartos
αλιβάνιστος unincensed
Αλιβέρι Aliveri
αλιγάτορας
alligator
  1. gator
αλιέας
angler
  1. trawler
  2. fisher
αλιεία
fishery
  1. fishing
  2. line-fishing
  3. fishing industry
  4. angling
  5. waterman
αλιεία ανοικτής θάλασσας deep-sea fishing
αλιεία ανοικτής θαλάσσης deep-sea fishing
αλιεία εσωτερικών υδάτων inland fishery
αλιεία με δίκτυα netting
αλιεία σε γλυκά ύδατα freshwater fishing
αλιετικός piscatorial
αλιεύματα fishery product
αλιεύματα ιχθύων catch of fish
αλιεύματα κατ’ είδος catch by species
αλιεύς
fisherman
  1. fisher
αλίευση
fishing
  1. angling
  2. phishing
  3. line-fishing
  4. waterman
  5. fishery
αλιευτικές διατάξεις fishing regulations
αλιευτικές ποσοστώσεις catch quota
αλιευτική βιομηχανία fishing industry
αλιευτική διάρθρωση fisheries structure
αλιευτική έρευνα fishery research
αλιευτική περίοδος fishing season
αλιευτική πολιτική fisheries policy
αλιευτικό
αλιευτικό δίχτυ fishing net
αλιευτικό δόλωμα hackle
αλιευτικοί έλεγχοι fishing controls
αλιευτικοί πόροι
fishery resources
  1. fishing resources
αλιευτικό καλάθι coop
αλιευτικό λιμάνι fishing port
αλιευτικό πεδίο fishing ground
αλιευτικό πλοιάριο trawler
αλιευτικό πλοίο fishing vessel
αλιευτικός
fishing
  1. piscatorial
αλιευτικός στόλος fishing fleet
αλιευτικό σκάφος
fishing vessel
  1. fishing boat
αλιεύω
fish
  1. angle
  2. net
  3. trawl
αλιεύω μαργαριτάρια pearl
ελληνικά English