PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αντικειμενική περιγραφή objective account
αντικειμενική στάση objective attitude
αντικειμενικοποιημένος
objectified
  1. reified
αντικειμενικός objective
αντικειμενικός κώδικας object code
αντικειμενικός σκοπός
object
  1. target
αντικειμενικός στόχος
αντικειμενικός φακός objective
αντικειμενικότης objectivity
αντικειμενικότητα
objectivity
  1. detachment
  2. impartiality
  3. nonpartisanship
  4. objectiveness
αντικειμενισμός
αντικείμενο
object
  1. objective
  2. article
  3. subject
  4. entity
  5. affair
  6. purpose
  7. direct object
  8. object of the verb
  9. stuff
αντικειμενο
αντικείμενο ActiveX ActiveX object
αντικείμενο BCD BCD object
αντικείμενο COM COM object
αντικείμενο OLE OLE object
αντικείμενο USER USER object
αντικείμενο αναπαράστασης
content
  1. depicted object
  2. subject
αντικείμενο αποστροφής aversion
αντικείμενο αστεϊσμού jest
αντικείμενο αυτοματοποίησης Automation object
αντικείμενο Βοηθός Assistant object
αντικείμενο δεδομένων παραμέτρων εκκίνησης (BCD) Boot Configuration Data object
αντικείμενο δικαιωμάτων permission object
αντικείμενο δοκιμής test object
αντικείμενο ενεργού χρήστη Active User Object
αντικείμενο επιδόσεων performance object
αντικείμενο επιθυμίας wish
αντικείμενο εργασίας job object
αντικείμενο ευθύνης responsibility
αντικείμενο ευρείας χρήσης commonly used object
αντικείμενο εφαρμογής application object
αντικείμενο καθορισμένο από το χρήστη user-defined object
αντικείμενο κατάστασης state object
αντικείμενο κατάταξης enlistment object
αντικείμενο κοντέινερ container object
αντικείμενο με ενεργοποίηση ταχυδρομείου mail-enabled object
αντικείμενο μεταβίβασης
transferred possession
  1. transferred property
αντικείμενο μίσους hate
αντικείμενο περιφρόνησης scorn
αντικειμενοποίηση objectification
αντικείμενο πολιτικής ομάδας Group Policy object
αντικείμενο πολυμέσων DirectX DirectX Media Object
αντικειμενοστραφής προγραμματισμός object-oriented programming
αντικειμενοστρεφής object-oriented
αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός object-oriented programming
αντικείμενο συζήτησης
universe of discourse
  1. universe
αντικείμενο σύνδεσης connection object
αντικείμενο συσκευής ελέγχου (CDO) control device object
ελληνικά English