PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αλίχνιστος
άλιωτος нерастаявший
άλκα гагарка
Αλκαζάμπα
Αλκάθαρ του Τολέδου
Αλ Κάιντα Аль-Каида
Αλκαίος Алкей
άλκαλι щелочь
αλκάλια
αλκαλίαση
αλκαλικές γαίες
αλκαλική
αλκαλική αντίδραση
αλκαλική έκταση
αλκαλική ένωση
αλκαλική μπαταρία
αλκαλική ουσία щелочной
αλκαλική ύφεσις αίματος
αλκαλικό έδαφος
αλκαλικός
щелочно́й
  1. щелочной
αλκαλικός συσσωρευτής
αλκαλικότης
αλκαλιμετρία
αλκαλίμετρο
αλκαλίο
αλκαλιοπίων
αλκαλιοποίηση
αλκαλιοποιητικός
αλκαλοειδές алкало́ид
αλκαλόειδης
αλκαλοποίησις
αλκαλοποιώ
Αλκάνια Алканы
αλκάνιο алка́н
Αλκαντάρα
Αλ Καπόνε Аль Капоне
Αλκατράζ Алькатрас
Αλκέτας Алкет
Αλκέτας Α ́ Алкет I Македонский
Αλκέτας Α ́ της Ηπείρου Алкет I
Αλκέτας Β’
Αλκέτας Παναγούλιας
άλκη
лось
  1. олень
  2. оле́нь
αλκή
Άλκη Ζέη
Αλκή Λάρνακας
αλκηόνα зимородок
Άλκηστις Алкестида
Αλκιβιάδης
Алкивиа́д
  1. Алкивиад
αλκιβιάδης
ελληνικά русский