PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αλυσίδα από отгораживаться
αλυσίδα εντολών
αλυσίδα εστιατορίων
αλυσίδα καταστημάτων
αλυσίδα κίνησης
αλυσίδα λαιμού схватить за шиворот
αλυσίδα μαγαζιών
αλυσίδα πιστοποιητικού
αλυσίδα συναρμολόγησης
αλυσίδες цепь
αλυσίδιτσα
αλυσιδωτά
αλυσιδωτή αντίδραση
αλυσιδωτή μετανάστευση
άλυσις цепь
αλυσιτελής
αλυσοδένω
αλυσοκίνηση
αλυσοπρίονο
бензопила́
  1. цепна́я пила́
  2. бензопила
άλυσος
цепо́чка
  1. ланцу́г
  2. кандалы
  3. оковы
  4. цепь
αλυσοτροχός
Αλύσσα Μιλάνο Алисса Милано
αλύσσο
αλυσσοδένω кандалы
άλυτα
άλυτος
Αλύτους Алитус
αλυτρωτισμός ирреденти́зм
αλύτρωτος
αλυτρωτώς
αλυτώς
αλύχτημα лай
αλυχτώ лаять
αλύωτος
άλφα
альфа
  1. а́льфа
άλφα αρσενικό
а́льфа-саме́ц
  1. вожа́к
αλφαβήτα
азбука
  1. алфавит
  2. алфави́т
  3. латиница
  4. а́збука
αλφαβητάρι
азбука
  1. букварь
αλφαβητάριο
азбука
  1. букварь
  2. абецеда́рий
  3. а́збука
  4. буква́рь
αλφαβητίζω
αλφαβητικά алфавитно
αλφαβητικό ευρετήριο
αλφαβητικός
алфавитный
  1. алфави́тный
  2. азбучный
αλφαβητικός κώδικας
αλφαβητικώς
Αλφαβητίξ
αλφαβητισμός гра́мотность
αλφάβητο
алфавит
  1. азбука
  2. алфави́т
  3. латиница
  4. а́збука
  5. основы
  6. абевега
αλφάβητο ευρετηρίου του CRM алфавитный указатель CRM
αλφάβητο Μορς
код Мо́рзе
  1. а́збука Мо́рзе
ελληνικά русский