PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
Ανακάρδια
ανακάρδιο кешью́
ανάκατα
ανακαταλαμβάνω
ανακατανέμω
ανακατανομή
ανακατανομή εισοδήματος
ανακατανομή των δημόσιων πόρων
ανακατασκευάζομαι
ανακατασκευάζω
преобразование
  1. преобразовывать
ανακατασκευή
реконстру́кция
  1. восстановле́ние
  2. возрожде́ние
  3. воссозда́ние
ανακατάταξη
ανακατατάσσω
ανακάτεμα
толчея
  1. хулиган
  2. путаница
  3. рубить
ανακάτεμα χαρτιών
ανακατεμένο
ανακατεμένος
ανακατεμενος смешанный
ανακατεύθυνση
перенаправить
  1. перенаправление
  2. переход на другой ресурс при сбое
ανακατεύθυνση φακέλου
ανακατευθύνω
ανακατεύομαι
лезть
  1. вме́шиваться
  2. вмеша́ться
  3. совать нос в чужие дела
  4. соединяться
  5. сталкиваться
  6. смешиваться
  7. плескаться
ανακατεύσιμος
ανακατευω
ανακατεύω
смешивать
  1. придумывать
  2. спутывать
  3. перемешиваться
  4. беспорядок
  5. вовлекать
  6. запутывать
ανάκατος разноцветный
ανακάτωμα
сумбур
  1. толпиться
  2. стряпня
ανακατώνομαι
ανακατώνω
путать
  1. ставить в тупик
ανακάτωση
ανακατωσιά
ανακατωσιάρης
ανακατωσούρα
беспорядок
  1. торопить
  2. путаница
  3. смесь
ανακατωσούρης
ανακάτωτος
ανακαφαλαίωση
ανακεφαλαιοποίηση
ανακεφαλαιώ
ανακεφαλαιώνω
резюмировать
  1. конспектировать
ανακεφαλαίωση
суммирование
  1. summirovaniye
  2. суммарный
  3. табулирование
  4. табуляция
ανακεφαλαιωτικός
ανακήρυξη провозглашение
ανακηρύσσομαι
ανακηρύσσω
платье
  1. произносить
ανακηρύσσω δήμο
ανακηρύσσω υποψήφιον
ανακηρύσσω ως άγιο
ανακίνηση
ανακινητής
ανακινούμαι
ελληνικά русский