PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αναστρέφω από проходить мимо
αναστρέφω από κάτω погибать
αναστρέφω από πριν продолжать
αναστρέφω για расхаживать
αναστρέφω δια сопровождать
αναστρέφω δια μέσου подвергаться
αναστρέφω κακός портиться
αναστρέφω πέρα повторять
αναστρέφω πέραν
αναστρέφω πίσω возвращаться
αναστρέφω τυφλός слепнуть
αναστρέψιμα
αναστρέψιμος
реверсивный
  1. обратимый
άναστρος
άναστροσ беззвёздный
αναστροφέας коммутатор
ανάστροφη
αναστροφή
анастро́фа
  1. отсталость
  2. перестановка
  3. анастрофа
ανάστροφη εξέλιξη передача власти
ανάστροφη εξώθηση
ανάστροφη κάθετος
ανάστροφη κίνηση
αναστροφή λειτουργίας
ανάστροφη μηχανίκευση
реверс-инжини́ринг
  1. обра́тная разрабо́тка
  2. обра́тный инжини́ринг
ανάστροφη πολικότητα
αναστροφή ροής смягчение наказания
αναστροφή φάσης
ανάστροφη ώσμωση реверсный осмос
ανάστροφο ретрофле́ксный
ανάστροφο ρεύμα
ανάστροφος
ανάστροφος μηχανικός
ανασυγκολλώ
ανασυγκρότηση
дефрагментация
  1. переоборудование
ανασυγκροτώ
ανασύλληψη
ανασυνάγω
ανασυναθροίζομαι
ανασυναθροίζω
ανασυναρμολογώ
ανασύνδεση
Ανασυνδυασμένο DNA
ανασύνθεση
ανασύνθεση εικόνας
ανασυνθέτω
ανασυνιστώ
ανασυνιστώμαι
ανασύνταξη
ανασυντάσσω
ανασύρομαι
ελληνικά русский