PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ανηφορία
ανηφοριά
ανηφορίζω
подниматься
  1. нисходить
  2. восходить
ανηφορικά трудный
ανηφορικός
ανήφορος
холм
  1. наклон
ανήχηση
ανηχητικός
ανηχωικός θάλαμος
ανηψιά
ανηψιός племянник
ανθακοφόρος
Ανθε
Άνθεια Έβρου
ανθεκτική
ανθεκτικό тучный
ανθεκτικός
упру́гий
  1. надёжный
  2. ги́бкий
  3. сто́йкий
  4. долгове́чный
  5. про́чный
  6. эласти́чный
  7. стойкий
  8. существенный
ανθεκτικός σε οξέα
ανθεκτικότητα
усто́йчивость
  1. сопротивление
  2. упругость
  3. жизнеспособность
ανθεκτικότητα/εμμονή/επιμονή/μεταίσθημα/διατήρηση
настойчивость
  1. упорство
  2. неуступчивость
  3. выносливость
  4. химическая инерция
ανθεκτικότητα των φυτοφαρμάκων
ανθεκτικότητα υλικών
ανθέλληνας
ανθελληνικός
ανθελμινθικό глистогонное средство
ανθελονοσιακός
ανθέμιον пальметта
Ανθεστήρια
ανθεστήρια
Ανθεσφόρια
ανθήλη серёжка
ανθήλιο
ανθήρ
ανθηρή οικονομία
ανθηρογραφία
ανθηρολογία
Ανθηρόν Καρδίτσας
Ανθηρός Антер
ανθηρός цветистый
ανθηρότης
ανθηρότητα
ανθηρώτης
ανθηρώτητα
άνθηση
цветение
  1. выцветание
ανθί
цветы
  1. цветок
ανθίας
ανθίζω
цвести
  1. преуспевать
  2. процветать
  3. цвести́
ανθίζων
ανθικός
άνθιμα
ελληνικά русский