PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ανθρώπινη ύπαρξη человек
ανθρώπινη υπόσταση
ανθρώπινη φύση
ανθρώπινη φυσιολογία
ανθρώπινο γένος
ανθρώπινο δικαίωμα
права́ челове́ка
  1. пра́во челове́ка
ανθρώπινο δυναμικό
мужи
  1. кадры
  2. рабочая сила
  3. мужья
  4. люды
ανθρώπινο κεφάλι
ανθρώπινο ον
лю́ди
  1. челове́к
  2. существующий
  3. люди
  4. человек
  5. людской
ανθρώπινο όν человеческий
ανθρώπινο πλάσμα
ανθρωπινος
ανθρώπινος
человеческий
  1. челове́ческий
ανθρώπινος παράγοντας
Ανθρώπινος Πυρσός Человек-факел
ανθρωπινο σωμα
ανθρώπινο σώμα
мясо
  1. тело
  2. человеческое тело
  3. анатомия
ανθρώπινο σώμα/σώμα του ανθρώπου
анатомия
  1. мясо
  2. тело
  3. человеческое тело
ανθρωπίνως
ανθρωπινώς
ανθρωπισμός
гуманизм
  1. гумани́зм
  2. гуманность
ανθρωπιστής
гумани́ст
  1. ученый
ανθρωπιστικά
ανθρωπιστικές επιστήμες
гуманитарные науки
  1. человечества
  2. науки о человеке
  3. художества
ανθρωπιστικές σπουδές ученость
ανθρωπιστική βοήθεια
ανθρωπιστική επιστήμη
ανθρωπιστικός
гума́нный
  1. гуманита́рный
  2. человечный
  3. гуманный
  4. гуманистический
  5. студент-гуманитарий
ανθρωπο- антропо-
ανθρωπό- антропо-
ανθρωποβιολογία
ανθρωπογένεση
ανθρωπογενής иску́сственный
ανθρωπογενής καταστροφή
ανθρωπογενής μεταβολή του κλίματος
ανθρωπογεωγραφία
ανθρωπογνωσία
ανθρωπογνώστης
ανθρωποειδές гумано́ид
ανθρωποειδής человекоподо́бный
ανθρωποειδής μαϊμού
ανθρωποειδής πίθηκος
ανθρωποθάλασσα
ανθρωποθυρίδα смотровое отверстие
ανθρωποθυσία
άνθρωποι
люд
  1. люди
  2. лю́ди
  3. мелкопоместное дворянство
  4. кадры
  5. рабочая сила
  6. мужья
  7. мужи
  8. люды
άνθρωποι επαγγέλματος профессия
Ανθρωπόκαινο
ανθρωποκεντρικός
ανθρωποκεντρισμός
ελληνικά русский