PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αγκύλι
αγκυλοβολία
αγκύλος
αγκύλωμα
αγκυλώνω уязвлять
αγκύλωση анкило́з
αγκυλωτός нечестный
αγκυλωτός σταυρός
Άγκυρα
Анкара
  1. Анкара́
άγκυρα
якорь
  1. я́корь
  2. весить
άγκυρα ακάλυπτος отвешивать
άγκυρα ανακριτού оценивать
άγκυρα αναμμένος тяготить
άγκυρα αντινόμης
άγκυρα εν χρώ
άγκυρα λέμβου
άγκυρα πάγων
Άγκυρα προς τα κάτω DOWNWARDS ANCORA
Άγκυρα προς τα πάνω UPWARDS ANCORA
άγκυρα πρόσδεσης
άγκυρα ρολογιού
άγκυρα του καπονιού беседка
αγκυροβόλημα я́корная стоя́нка
αγκυροβολημένος
αγκυροβόλιο якорная стоянка
αγκυροβολώ
швартоваться
  1. пристань
αγκυρωμένη γραμμή εργαλείων
αγκύρωση
привязка
  1. положение
αγκύρωση ανάδυσης кнопка всплывающего меню
αγκύρωση δέσμης ενεργειών привязка
αγκύρωση εν ώρα λειτουργίας горячая стыковка
αγκύρωση πυροβόλο
αγκών утешать
αγκωνάρι
αγκώνας
локоть
  1. ло́коть
  2. краеуго́льный ка́мень
  3. колено
αγκώνας αγκύρας увенчать
αγκωνιά тыкать
αγκωνιά ακάλυπτος челнок
αγκωνιά ανακριτού шпилька
αγκωνιά αναμμένος окапываться
αγκωνιά για допытываться
αγκωνιάζω
Άγλαϊα
Αγλαΐα
Грейс
  1. Агла́я
Αγλαία
αγλαΐζω
άγλυκος
αγλωσσία
άγλωσσο ложе
αγνά
чистоплотный
  1. чисто
ελληνικά русский