PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
Σεξουαλικά θέματα сексуальные темы для взрослых
σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια
σεξουαλικα προβληματα
σεξουαλικές μειονότητες
σεξουαλικές ορμόνες
σεξουαλικεσ σχεσεισ
σεξουαλική αγωγή
полово́е воспита́ние
  1. полово́е просвеще́ние
σεξουαλικη αγωγη
σεξουαλικη βια
Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση половое воспитание
σεξουαλική εκμετάλλευση
σεξουαλική ελευθερία
σεξουαλική επαφή
σεξουαλική ικανότητα
σεξουαλικη κακοποιηση παιδιων
σεξουαλική παρενόχληση
σεξουαλικη παρενοχληση
σεξουαλική πράξη
σεξουαλικη συμβουλευτικη
σεξουαλική συμπεριφορά
σεξουαλικη συμπεριφορα
σεξουαλικη υγεια
σεξουαλικό έγκλημα
σεξουαλικός
сексуальный
  1. половой
σεξουαλικός τουρισμός
σεξουαλικοσ τουρισμοσ
σεξουαλικοτητα
σεξουαλικότητα
пол
  1. полова́я иденти́чность
  2. разли́чие поло́в
  3. род
  4. сексуальность
  5. половая потенция
  6. сексуальная активность
  7. половая восприимчивость
  8. половая идентичность
σεξουαλικώς
Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα
σεξουαλικωσ μεταδιδομενα νοσηματα
σεξτέτο
Σέξτος Εμπειρικός Секст Эмпирик
σε όλη τη χώρα
Σεούλ
Сеул
  1. Сеу́л
Σεπ сент.
σέπαλο
σε παρακαλώ να
σε παραφωνία
σε πείσμα
σε περίβλημα
σέπια сепия
σε πλαϊνό δρόμο
σε πλάνη
σε πλήρη δράση
σε πολλές
σε πραγματικό χρόνο реальное время
σε προκλητικό τόνο
Σεπτέμβρης
сентябрь
  1. сентя́брь
σεπτέμβρης
ελληνικά русский