PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
Σημαία των Βρετανικών Παρθένων Νήσων Флаг Британских Виргинских островов
Σημαία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων Флаг Объединённых Арабских Эмиратов
Σημαία των Ηνωμένων Εθνών Флаг ООН
Σημαία των Ηνωμένων Πολιτειών Флаг США
Σημαία των Καναρίων Νήσων Флаг Канарских островов
Σημαία των Κομόρων Флаг Коморских островов
Σημαία των Μαλδίβων Флаг Мальдивской Республики
Σημαία των Μπαρμπάντος Флаг Барбадоса
Σημαία των Μπαχαμών Флаг Багам
Σημαία των Νησιών Καϋμάν Флаг Каймановых островов
Σημαία των Νήσων Κουκ Флаг Островов Кука
Σημαία των Νήσων Μάρσαλ Флаг Маршалловых Островов
Σημαία των Νήσων Πίτκαιρν Флаг Питкэрна
Σημαία των Νήσων του Σολομώντα Флаг Соломоновых Островов
Σημαία των Νήσων Φώκλαντ Флаг Фолклендских островов
Σημαία των Ολλανδικών Αντιλλών Флаг Нидерландских Антильских островов
Σημαία των Ομόσπονδων Πολιτειών της Μικρονησίας Флаг Федеративных Штатов Микронезии
Σημαία των Ουώλλις και Φουτούνα Флаг Уоллис и Футуна
σημαία των πειράτων
Σημαία των Σαμόα Флаг Самоа
Σημαία των Σεϋχελλών Флаг Сейшел
Σημαία των Τερκς και Κέικος Флаг Тёркс и Кайкоса
Σημαία των Φερόε Флаг Фарерских островов
Σημαία των Φιλιππίνων Флаг Филиппин
Σημαία των Φίτζι Флаг Фиджи
σημαίνει
σημαινόμενο означа́емое
σημαίνον
σημαίνω
име́ть в виду́
  1. означать
  2. значить
σημαινω
σημαίνων
σημαίνων επαγωγικώς
σημαίνω προσθέτως
σημαίνω συναγερμό
σημαιούλα
σημαιοφόρος
знамено́сец
  1. пра́порщик
  2. знаменосец
σημαιοφόρος επίκουρος αξιωματικός ми́чман
σήμα καλής ποιότητος
σήμα κατατεθέν
σήμα κινδύνου
сигна́л бе́дствия
  1. радиосигнал бе́дствия
  2. сигна́л "терплю бедствие"
σήμα κλήσης позывной
σήμα κυκλοφορίας
σήμανε
σήμανε η ώρα
σήμανση
σήμανση ανίχνευσης ιών установка антивирусной отметки
σήμανση αντιμετώπισης ανεπιθύμητης αλληλογραφίας установка отметки нежелательной почты
Σήμανση επαφής με ετικέτα пометить контакт
σήμανση πιστότητας ΕΚ
σήμανση/τοποθέτηση ετικέτας
прикрепленный
  1. прикреплен
  2. этикеткой
ελληνικά русский