PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
σκελετός αυτοκίνητου
σκελετός για πακετάρισμα
σκελετός εφίππιου
σκελετός κατασκευής
σκελετός κρεβατιού
σκελετός πλοίου
σκελετού
σκελετωμένος
σκέλι
σκελίδα
до́лька
  1. зубо́к
σκελίδα σκόρδο
σκελίς σκόρδου
σκέλος
σκέλος γωνίας
σκέλος κλιμακοστάσιου
σκεμπές пивно́й живо́т
Σκεντέρμπεης Скандербег
σκεπάζομαι
перейти
  1. тянуться
  2. разбрасывать
  3. проходить
  4. простирать
  5. переходить
σκεπάζω покрыва́ть
σκεπαζω
σκεπάζω με αχυροσκεπή
σκεπάζω με γούναν
σκεπάζω με καλύπτρα
σκεπάζω με κεραμίδια
σκεπάζω με πέταυρα
σκεπάζω με πλακάκια
σκεπάζω με ύφασμα
σκεπάζω με χαλί
σκεπάζων
σκεπάζω πάλι
σκεπάζω την κορυφή
σκεπάρνι
де́ксель
  1. тесло́
σκέπαρνο
σκέπασμα
σκεπασμα
σκέπασμα με κεραμίδια
σκέπασμα με πλακάκια
σκέπασμα πιάνου
σκεπασμένο
σκεπασμένο κάρο μετακομίσεως
σκεπασμένος
σκεπασμένος με άχυρα
σκεπασμένος με κίσσο
σκεπασμένος με λέπια
σκεπασμένος με χόρτα
σκεπασμένος με ψάθα
σκεπαστή γέφυρα
σκεπαστή δίοδος
σκεπαστός
σκέπαστρο
ελληνικά русский