PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
σκλήθρo
σκλήθρα
ще́пка
  1. зано́за
  2. ольха
σκλήθρο ольха черная
σκλήθρος
σκληρά
σκληραγωγημένος
σκληραγώγηση
σκληραγωγία
σκληραγωγούμαι
σκληραγωγώ
σκληραγωγώ κάποιον στον κόσμο
σκληράδα
σκληραίνομαι
σκληραίνω
σκληρά ναρκωτικά
σκληρές κορόνες Τσεχοσλοβακίας
σκληρή
жестковатое
  1. жестковатый
  2. жестковатая
σκληρή δοκιμασία тигель
Σκληρή Κορόνα Τσεχοσλοβακίας Чехословацкая твердая крона
σκληρή κορόνα Τσεχοσλοβακίας
σκληρή μεταχείριση
σκληρή οξιά
σκληρό
жестковатая
  1. жестковатое
  2. жестковатый
σκληρό- склеро-
σκληρό αλεύρι
σκληρό αλουμίνιο
σκληροαργίλλιο
σκληρό γυαλί
σκληρό δέρμα
σκληρόδετο βιβλίο
σκληρόδετος
σκληρό καουτσούκ
σκληρό καπέλο
σκληροκαρδία упря́мство
σκληρόκαρδος упря́мый
σκληρό κράμα
σκληρομέταλλο
σκληρό ναρκωτικό
σκληρό νόμισμα
σκληρό ξύλο
σκληρό ξύλο για ντουλάπια
σκληρό ξύλο τικ
Σκληροπυρηνική хард-кор
Σκληρό ροκ хард-рок
σκληρος
σκληρός
жестокий
  1. жестковатая
  2. жестковатое
  3. жестковатый
  4. жёсткий
  5. строгий
  6. твёрдый
  7. жесто́кий
  8. злой
σκληρός ανταγωνισμός
σκληρός αρχιεργάτης
σκληρός δίσκος
жёсткий диск
  1. винт
  2. диск
  3. хард-ди́ск
  4. винче́стер
  5. ха́рддиск
  6. жесткий диск
  7. винчестер
  8. харддиск
σκληρός εργοδότης
ελληνικά русский