PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
σπορητός
σπόρια
σποριάζω
σποριασμένος
σπορίδιο
σπόριο
спо́ра
  1. семя
  2. фрукт
  3. семени
σπόριο [βιολογικός όρος]
семя
  1. семени
σποριόφυτο
σπορίτης
σποροαπολύμανση
σποροθήκη
σπόροι κυμίνου
σπόροι παπαρούνας
σπορος
σπόρος
семя
  1. се́мя
  2. семена́
  3. семена
  4. микроб
  5. микроорганизм
σπόρος coix lacryma-jobi
σπόρος για σπορά
σπόρος δημητριακού
σπόρος ζώου
σπόρος καρδάμου
σπόρος/κόκκος
зерно
  1. пшеница
  2. рожь
  3. хлеб
σπόρος κουκουναριού
σπόρος μάραθου
σπόρος χόρτου
σπορόφυτο
σπορ σακάκι
σπορ σακάκκι
σπορτ
σπορτέξ
σπορώδες
σπορώδης
σποτ
σπουδάζω
учиться в вуз
  1. в университете
σπουδαζω
σπουδάζω νομικά
σπουδάζω τα φυτά
σπουδαίο πρόσωπο
σπουδαίος
важный
  1. больщой
σπουδαιος
σπουδαιότερος
σπουδαιότης
σπουδαιοτητα
σπουδαιότητα
важность
  1. ценность
  2. вес
  3. значительность
  4. значение
σπουδαιοφάνεια
σπουδαιοφανής
σπουδαστήριο
σπουδαστής
студе́нт
  1. студе́нтка
  2. уча́щаяся
  3. уча́щийся
σπουδαστης
σπουδαστής καλών τεχνών
σπουδάστρια
студе́нт
  1. студе́нтка
  2. уча́щаяся
  3. уча́щийся
ελληνικά русский