PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
συνηθέστερα
συνηθέστερος
συνήθης
συνήθης διαμονή
συνήθης νομοθετική διαδικασία
συνηθίζεται
συνηθίζω
име́ть обыкнове́ние
  1. привыкать
συνηθιζω
συνηθίζω να
συνηθίζω ξανά
συνήθιση
συνηθισμένη
обы́чный
  1. норма́льный
συνηθισμένο
обы́чный
  1. норма́льный
  2. традиция
  3. обычай
συνηθισμένος
обы́чный
  1. обыкнове́нный
  2. норма́льный
  3. повседневный
  4. привыкнуть
  5. привычный
  6. пристрастившийся
  7. простой
  8. обыкновенный
  9. обыденный
  10. обычный
συνηθισμενος
συνήθως
обычно
  1. как пра́вило
  2. обы́чно
  3. обыкновенно
  4. конечно
  5. плохо
συνηλικιώτης ровесник
συνημίτονο
косинус
  1. ко́синус
συνημμένη ιδιότητα
Συνημμένο вложение
συνημμένο
συνημμένος
συνημμένο συμβάν
συνημμένως
συνηρημένη λέξη
συνηφαίνω
συνήχηση
συνηχητής
συνηχώ
συνηχών
συνθεσάιζερ
σύνθεση
соедине́ние
  1. соста́в
  2. составле́ние
  3. компози́ция
  4. произведе́ние
  5. си́нтез
  6. смесь
  7. сплав
  8. составной
  9. умозаключение
σύνθεση δυνάμεων
σύνθεση κατά παραγγελία сборка по заказу
σύνθεση κοινοβουλευτικής επιτροπής
σύνθεση μαζικής παραγωγής сборка по плану
σύνθεση μουσικής
σύνθεσης синтез
σύνθεση του Κοινοβουλίου
σύνθεση του πληθυσμού
σύνθεση του Συμβουλίου
σύνθετα υλικά
σύνθετες συσκευές
συνθετη αντισταση
σύνθετη αντίσταση
σύνθετη γραφή набор сложных знаков
σύνθετη εικόνα
σύνθετη καταχώρηση
σύνθετη λέξη сло́жное сло́во
σύνθετη μήτρα
ελληνικά русский