PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
τακτικό
завсегда́тай
  1. порядковый
τακτικό αποθεματικό
τακτικό δικαστήριο
τακτικος
τακτικός
регулярный
  1. завсегда́тай
τακτικός αριθμός
τακτικός μισθός
τακτικός προϋπολογισμός
τακτικό ταχυδρομείο
τακτικότης
τακτικότητα
τακτοποιημένος
τακτοποίηση
удовлетворе́ние
  1. реше́ние
  2. урегули́рование
τακτοποιήσιμος
регулируемый
  1. регулированный
τακτοποιομένος
τακτοποιούμαι
τακτοποιω
τακτοποιώ
τακτοποιών
τακτός
равный
  1. правильный
τα Κύθηρα
τα κωνοφόρα
τακώνω
τα λαζάνια
ταλαιπωρημένος
ταλαιπωρία
строгость
  1. ожесточенность
ταλαίπωρος
ταλαιπωρούμαι
ταλαιπωρώ
привадить
  1. изгаляться
  2. надругаться
  3. дразнить
  4. издеваться
  5. мучить
  6. мучиться
  7. насмехаться
  8. страдать
  9. глумиться
ταλανίζω
ταλαντεύομαι
осцилли́ровать
  1. осциллировать
  2. кача́ться
  3. колеба́ться
ταλαντευόμενη ανάρτηση
ταλαντευόμενος
шаткий
  1. рахитичный
ταλαντευόμενος μοχλός
ταλαντευόμενος σωλήνας
ταλάντευση
ταλαντευτήρας
ταλαντευτής прерыватель
ταλαντευτικός
ταλαντεύω
τάλαντο
талант
  1. тала́нт
  2. даровитость
  3. талантливость
  4. наделения
  5. дар
  6. жилка
  7. способность
  8. дарование
  9. одаренность
ταλάντο
ταλαντούμενη κίνηση
ταλαντούμενο κόσκινο
ταλαντούμενος
качающийся
  1. колебательный
ταλαντούμενο σύστημα
ταλαντούχος
тала́нт
  1. талантливый
  2. одарен
  3. талантлив
  4. даровит
ταλαντώνομαι
ταλάντωση вибрация
ταλάντωσης
ελληνικά русский