PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ταχυδακτυλουργικό παιγνίδι
ταχυδακτυλουργικός волше́бный
ταχυδακτυλουργός
фокусник
  1. жонглёр
  2. затейник
  3. жонглер
ταχυδακτυλουργώ
ταχυδρομεία και τηλεπικοινωνίες
ταχυδρομείο
почта
  1. почтовое отделение
  2. по́чта
  3. главпочта́мт
  4. почта́мт
  5. почто́вое отделе́ние
  6. корреспонде́нция
ταχυδρομειο
ταχυδρομείο δια ξηράς ή θαλάσσης
ταχυδρομείο ''или'' μήνυμα почта
ταχυδρομήσιμος
ταχυδρομίζω
ταχυδρομικά τέλη
ταχυδρομικές υπηρεσίες
ταχυδρομική άμαξα
почто́вая каре́та
  1. дилижанс
ταχυδρομική διαδρομή
ταχυδρομική διεύθυνση
ταχυδρομική εντολή
ταχυδρομική επιταγή
ταχυδρομική θυρίδα
почто́вый абоне́нтский я́щик
  1. абонентский ящик
ταχυδρομική κόρνα почтовый рожок
ταχυδρομική παραγγελία
ταχυδρομική σφραγίδα
ταχυδρομική υπηρεσία почта
ταχυδρομικό δελτάριο
открытка
  1. почтовая открытка
ταχυδρομικό δελτίο
ταχυδρομικό εμπόριο
ταχυδρομικό κιβώτιο
ταχυδρομικό περιστέρι
ταχυδρομικός
почтовый
  1. почто́вый
ταχυδρομικός διανομεύς
Ταχυδρομικός κώδικας почтовый индекс
ταχυδρομικός κώδικας
почто́вый и́ндекс
  1. почтовый индекс
ταχυδρομικός τομέας
ταχυδρομικό τέλος
ταχυδρομικώς
ταχυδρόμοι
ταχυδρόμος
почтальон
  1. письмоно́сец
  2. почтальо́нша
  3. почтальо́н
  4. почтальонов
ταχυδρομω
ταχυδρομώ
ταχυθερμοσίφωνας
ταχυκαής
ταχυκαρδία тахикардия
ταχυκίνητος
ταχυμεταφορά
ταχυμεταφορέας
ταχυμετρία
ταχύμετρο
тахиметр
  1. тахеометр
τάχυνση
ταχύνω
оживлять
  1. приблизить
  2. усиливать
  3. ускориться
  4. ускорять
  5. ускоряться
  6. участить
  7. участиться
  8. учащать
  9. учащаться
  10. форсировать
  11. зачастить
  12. убыстрять
  13. убыстряться
  14. убыстрить
  15. возбуждать
  16. увеличивать скорость
  17. ускорьтесь
ταχύνων
ελληνικά русский