PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αγοράζω εξ ολοκλήρου уголок
αγοράζω με δόσεις
αγοράζων покупатель
αγοράζων διά κέρδος
αγοράζω πάλι
αγοράζω φαγητό
αγοραία άμαξα
развевающийся
  1. управлять
  2. управлять самолётом
αγοραία άμαξα ανακύκληση маховик
αγοραία άμαξα αξίες липкая бумага от мух
αγοραία άμαξα αποκλείω мухоловка
αγοραία άμαξα έλασμα листовка
αγοραία άμαξα φύλλο форзац
αγοραία ιππήλατη άμαξα верховая лошадь
αγοραία τιμή рыночная цена
αγοραίο άλογο
αγοραίο αυτοκίνητο
αγοραίο όχημα
αγοραίος
по́шлый
  1. неприли́чный
  2. непристо́йный
  3. вульга́рный
αγοράκι ма́льчик
αγορακι
αγοραλογία
марке́тинг
  1. ма́ркетинг
  2. торговля
  3. сбыт
  4. продажа
αγορά με δόσεις
αγορά με πίστωση
αγορανομία
αγορανομικός
αγοράξω
покупать
  1. купить
αγορά παραγόντων
αγορά παρέμβασης
αγορά πολύτιμων μετάλλων
αγορά/προμήθεια
купля
  1. покупка
  2. приобретение
  3. закупка
αγοραπωλησία
сделки
  1. уличное движение
  2. торговать
αγόρασα покупка
αγοράσιμος
αγορασμένος
αγορά στα μετρητά
αγοραστής
покупатель
  1. закупщик
αγοραστικές συνήθειες
αγοραστική
торговля
  1. маркетинг
  2. продажа
αγοραστική απροθυμία
αγοραστική δύναμη покупательная способность
αγοραστικός
αγοραστός
αγορά συναλλάγματος
αγορά της ΕΕ
αγορά της εργασίας
αγορά των μεταφορών
αγορά φιλανθρωπικής εορτής
αγοραφοβία
агорафобия
  1. Агорафобия
  2. агорафо́бия
αγορά φτηνόρουχων
αγορά χρήματος
ελληνικά русский