PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
τ.μ.
τ. μέτρα квадратные метры
Τμήμα
τμήμα
округ
  1. область
  2. факульте́т
  3. отде́л
  4. министе́рство
  5. департа́мент
  6. район
  7. отдел
  8. сегмент
τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας
Τμήμα αγοράς отрасль
τμήμα αθλητικών ειδών
τμήμα αναμνηστικών
τμήμα Ανθρωπολογίας
τμήμα ανώτατου δικαστήριου
τμήμα αποπεράτωσης
τμήμα Βιολογίας
τμήμα γηπέδου μπέιζμπολ
τμήμα Γλωσσολογίας
τμήμα γραμμής сегмент линии
τμήμα δρεπανιών
τμήμα ελέγχου
досмотр
  1. инспекция
  2. обследование
  3. освидетельствование
  4. поверка
  5. просмотр
  6. смотр
  7. исследования
  8. геологическая разведка
  9. исследование
  10. инспекционная служба
  11. пересмотр
  12. проверка
  13. рассмотрение
  14. ревизия
  15. обзор
  16. осмотр
τμήμα ελέγχου/επιθεώρηση
осмотр
  1. досмотр
  2. инспекция
  3. обследование
  4. освидетельствование
  5. поверка
  6. просмотр
  7. смотр
  8. исследования
  9. геологическая разведка
  10. инспекционная служба
  11. исследование
  12. пересмотр
  13. проверка
  14. рассмотрение
  15. ревизия
  16. обзор
τμήμα ένδυσης
τμήμα Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Πληροφορικής
τμήμα ήχου
τμήμα Ιστορίας
τμήμα καπνιστών
τμήμα Κοινωνιολογίας
τμήμα κοπής
τμήμα Μαθηματικών
τμήμα μη καπνιστών
τμήμα μηχανής
τμήμα Μουσικής
τμήμα νοσοκομείου
τμήμα Οικονομικών
τμήμα πίπας
τμήμα πόλεως
τμήμα προέκτασης
τμήμα προσωπικού отдел кадров
τμήμα προτύπου блок шаблона
τμήμα πυρηνικού αντιδραστήρα
τμηματάρχης
τμήμα Τέχνης
Τμηματική εισαγωγή στο διακομιστή добавочный импорт на сервере
τμηματικός
τμηματισμός
τμήματος
τμήμα υδατόψυξης
τμήμα υπόδησης
τμήμα Φιλοσοφίας
τμήμα φρούτου
τμήμα φυλακής
τμήμα Φυσικής
τμήμα Χημείας
ελληνικά русский