PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
τοπική συνεχής αναπαραγωγή локальная непрерывная репликация
τοπική υπηρεσία локальная служба
τοπική ώρα
τοπικισμός
местничество
  1. групповщина
  2. провинциализм
τοπικιστής
το πικνίκ
Τοπικό βίντεο локальное видео
τοπικό δίκτυο
ЛВС
  1. лока́льная вычисли́тельная сеть
  2. лока́льная сеть
  3. лока́лка
  4. локальная сеть
τοπικό δίκτυο ΤΔ
τοπικοί κανονισμοί
τοπικό λεωφορείο
τοπικό μέσο μαζικής επικοινωνίας
τοπικό μέσο μεταφοράς
τοπικοποίηση
локализа́ция
  1. локализованность
  2. локализация
τοπικό προφίλ χρήστη профиль локального пользователя
τοπικός
региона́льный
  1. локальный
  2. местный
  3. ме́стный
τοπικός διακομιστής локальный сервер
τοπικός εκτυπωτής локальный принтер
τοπικός οίνος
τοπικός προϋπολογισμός
τοπικός πτώση предложный падеж
τοπικός σύνοδος
τοπικός υπολογιστής локальный компьютер
τοπικός χρήστης локальный пользователь
τοπικοσ
τοπικό τρένο
τοπικώς
το πινάκλ
το πινγκ-πονγκ
τοπίο
пейзаж
  1. вид
  2. ландшафт
  3. альбомная
τοπιογραφία пейзаж
τοπίο/περιοχή
ландшафт
  1. пейзаж
  2. вид
το πιστεύω
Τοπ Καπί
το πλάι
το πλακάκι изразец
το πλαφόν
τόπλες
Το πνεύμα των νόμων
τοπογράφηση
τοπογραφία топография
τοπογραφικό όργανο
τοπογραφικός топографический
τοπογραφικός κανόνας
τοπογραφικός χάρτης топографическая карта
τοπογραφικό συνεργείο
τοπογραφικώς
τοπογράφος топограф
τοπογραφώ
τοποθεσία
место
  1. местонахождение
  2. расположе́ние
  3. ме́сто
  4. положе́ние
  5. пози́ция
  6. местоположе́ние
  7. местонахожде́ние
  8. приемник
ελληνικά русский