PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
υπόκλιση покло́н
υποκλοπές τηλεφωνήματων
υποκλοπή
абстрагирование
  1. абстракция
υποκλοπή τηλεφωνική
υποκλυσμός
υποκνημίδιος μυς
υποκνήμιο ίππου
υποκόμης
виконт
  1. вико́нт
υποκόμησσα
υποκομητεία
υποκόπανος
υποκοπή δοντιού
υποκόρισμα
ласка́тельное и́мя
  1. уменьши́тельное и́мя
  2. уменьши́тельно-ласка́тельное и́мя
υποκορισμός
υποκοριστικό
диминутив
  1. ласкательная форма
  2. уменьши́тельно-ласка́тельное сло́во
  3. уменьши́тельное сло́во
  4. диминути́в
  5. ласка́тельное и́мя
  6. ласка́тельное сло́во
  7. уменьшительная форма
υποκοριστικός
диминути́вный
  1. уменьши́тельный
  2. уменьши́тельно-ласка́тельный
υποκοριστικό της Eleanor
υποκοριστικό της Helen
υποκοριστικό της Mary
υποκοριστικό της Matilda
υποκοριστικό της Veronica
υποκοριστικό του Anthony
υποκοριστικό του Rodolphus
υποκοριστικό του Thomas
υπόκοσμος
дно
  1. престу́пный мир
υποκουλτούρα
υποκρίνομαι
υποκρίνομαι τον γελωτοποιόν
υποκρινόμενος
υπόκριση
υποκρισία
лицемерие
  1. лицеме́рие
  2. обман
υποκρισίες
υποκριτής
лицемер
  1. лицеме́р
  2. ханжа́
  3. лицемерие
  4. жулик
  5. сноб
  6. ошибочен
  7. обман
  8. обманщик
  9. фальсификация
  10. ложен
  11. лицемерь
ὑποκριτής
актёр
  1. актри́са
  2. арти́стка
  3. арти́ст
υποκριτικά
υποκριτική
υποκριτικός лицемерен
υποκρίτρια
сноб
  1. обман
  2. обманщик
  3. фальсификация
  4. ошибочен
  5. ложен
  6. жулик
  7. лицемерь
  8. лицемер
υπόκρουση
υποκρύπτομαι
υποκρύπτω
υποκύανος
υποκυβερνητής
υποκύκλος γήρανσης
υποκύπτω
придаваться
  1. раболепствовать
υποκύπτων χωρίς παράπονα
υπόκυψη
υπόκυψη χωρίς παράπονα
υπόκωφος глухо́й
υπόκωφος κωδών
ελληνικά русский