PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
υψομετρικός
υψομετρικός πίνακας
υψομετρικός χαράκτης
υψομετρικός χάρτης
υψόμετρο
потоло́к
  1. высотоме́р
  2. высота́
  3. высота́ над у́ровнем мо́ря
  4. альтиту́да
  5. альтиме́тр
υψος
ύψος
рост
  1. высота
  2. тон
  3. возвы́шенность
  4. высота́
ύψος βαθμίδος
ύψος βλάστησης
ύψος εμπλοκής
ύψος κέντρου
ύψος κεφαλής
ύψος μεσημβρινού
ύψος μηδέν
ύψος ποδιού
υψοσρείτης
υψόστρωμα
υψούμαι
υψούμαι ταχέως
υψούμενος
υψώ
υψώ επικλινώς
υψώ λοξώς
ύψωμα
холм
  1. пригорок
  2. горка
  3. го́рка
  4. приго́рок
  5. высота
  6. высота́
  7. холмик
  8. бугорок
  9. возвышенность
  10. гора
  11. бугор
  12. высотка
  13. горбик
ύψωμα γης
Υψώματα του Γκολάν
υψωμένη οδός
υψωμένος
υψών
υψώνεται
υψώνομαι
υψωνω
υψώνω
поднять
  1. поддерживать
υψώνω επικλινώς
υψώνω λοξώς
υψώνω στο τετράγωνο
υψώνω την τιμή
υψώνω τους ώμους
υψώσεις και καταπτώσεις
ύψωση
ύψωση σε δύναμη
ύψωση σταθμής ύδατος
ύψωση των ώμων
Ύψωσις τού Τιμίου Σταυρού
υψωτήρ
υψώ τους ώμους
Φ Ф
φ фи
φ’
Φα фа
ελληνικά русский