PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
φυτό δηλητηριώδες γένους veratrum
φυτοζωώ
прозябать
  1. существовать
φυτόζωω
φυτόζωων
φυτό και άνθος
φυτοκάλυψη
произрастание
  1. прозябание
  2. растительный покров
  3. жизнь растений
  4. реестр флоры
  5. флора
  6. растительность
φυτό κατεχού
φυτοκοινωνία
φυτοκοινωνιολογία
φυτοκομείο
φυτοκομία
садоводство
  1. огородничество
φυτοκόμος
φυτολογία
ботаника
  1. бота́ника
  2. флористика
φυτολογία/βοτανολογία/βοτανική
ботаника
  1. флористика
φυτολόγος
бота́ник
  1. ботаник
φυτό Μελίλωτος
φυτοπαθολογία
φυτοπαθολόγος
φυτοπλαγκτόν
φυτοπροστασία
φυτοπροστατευτικό προϊόν
φυτοτοξικότητα
φυτοϋγειονομικά προϊόντα
φυτοϋγειονομική αγωγή
φυτοϋγειονομική νομοθεσία
φυτοϋγειονομικός έλεγχος
φυτοϋγιεινή
φυτοφαγία вегетарианство
φυτοφαγικός
φυτοφάγο
травоя́дное
  1. травоядное животное
  2. травоядное
φυτοφάγο ζώο
φυτοφάγος
травоядное живо́тное
  1. травоядное животное
  2. травоядное
φυτοφάρμακο
φυτοφάρμακο/παρασιτοκτόνο пестицид
φυτοφυσιολογία
φυτόχωμα
φύτρα
φύτρο
присвоение начального значения
  1. микроорганизм
  2. микроб
φύτρο κλειδιού άδειας
φυτρώνω произрастать
φυτώδης
Φυτώριο
рассадник
  1. парник
  2. питомник
φυτώριο
расса́дник
  1. пито́мник
φυτώριο δένδρων
Φυχή
Φωβισμός Фовизм
φωβισμός фовизм
φώγειν испечь
Φώκαια Фокея
Φωκάς Фока
ελληνικά русский