PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
απειρος
άπειρος αγροτική ζωή свежеснесенный
άπειρος αντέχω новорожденный
άπειρος απομυζώ парное молоко
άπειρος ζηλανδία Новая Зеландия
άπειρος νέος икра
απειροστή αύξηση прирост
απειροστική έκταση расстояние
απειροστικός
απειροστός
микроскопичный
  1. микроскопический
απειροτεχνία
απείρως
απείρως μέγας
απείρως μικρός
απεκδύομαι
απεκδύω
απ'εκεί оттуда
απέκκριμα сокрытие
απεκκρίνω
απέκκριση
απεκκριτικό σύστημα
απελαθείς
απελάνω
απέλαση
депортация
  1. ссылка
απελατίκι
па́лица
  1. булава́
απελαύνομαι
απελαύνω
экстради́ровать
  1. выдава́ть
  2. вы́дать
  3. ссылать
απελέκητος
απελεύθερος
απελευθερώ
απελευθερωθεί
απελευθερώνομαι
απελευθερωνομαι απο
απελευθερώνω
освобожда́ть
  1. освободи́ть
  2. освобождать
  3. эмансипировать
απελευθερώνω διά ψυχοκαθάρσεως
απελευθέρωση
освобождение
  1. сдача
  2. освобождения
  3. увольнения
  4. эмансипация
  5. увольнение
απελευθέρωση πόλεμος освободительная война
απελευθέρωση της αγοράς
απελευθέρωση των συναλλαγών
απελευθερωτής
απελευθερώτης
απελευθερωτικός
απέλλα апелла
Απελλής Апеллес
απέλπιδα
απελπίζομαι
απελπίζω
унылый
  1. расхолаживать
απελπιζω
άπελπις
απελπισία
отча́яние
  1. отчаяние
  2. терять надежду
ελληνικά русский