PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
χονδρική оптовая торговля
χονδρική εκτίμηση
χονδρική πώληση
χονδρική πώλησις
χονδρική τιμή
χονδρικό εμπόριο
χονδρικός
приме́рный
  1. опто́вый
  2. приблизи́тельный
  3. приближе́нный
χονδρικός πωλητής
χόνδρινη δομή
χόνδρινος
χόνδρινος ανθρώπινη σάρκα жесткое мясо
χόνδρινος σωλήνας
χονδριχθύες
χονδρό βαμβακερό ύφασμα
χονδρό γιλέκο ναύτου
χονδρό δέρμα
χονδροειδέστατος
χονδροειδής
χονδροειδώς
χονδρό έντερο
χονδροϊχθύες
χονδρό καρφί
χονδροκέφαλος
χονδρόκοκκος χάλυβας
χονδροκομένος αραβόσιτος
χονδρό λάθος
χονδρό μάλλινο ύφασμα
χονδρόπανο
χονδρό παντελόνι εργασίας
χονδροπάπουτσο
χονδροπατώ
χονδροπελεκώ
χονδροπεταλωμένος
χονδρό πρόσμιγμα
χονδροπωλητής
χονδρος
χονδρός
χόνδρος хрящ
χόνδρος αρθρώσεων
χόνδρος κρέατος
χόνδρος τεμάχιο
χονδρότης
χονδρότητα
χονδρότριχος
χονδρό ύφασμα
χονδρό χαρτόνι
χονδρό χνουδοτό ύφασμα
χονδρώδης
χόνδρωμα
χονδρώς
ελληνικά русский