PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
χρωμάτισμα
расписывание
  1. живопись
  2. рисования
χρωμάτισμα ''ср'' раскраска
χρωματισμένες επισημάνσεις
χρωματισμένος
χρωματισμένος πελαργός индийский клювач
χρωματισμός
χρωματιστά
χρωματιστή ζακέτα
χρωματιστής
χρωματιστός цветной
χρωματιστό ψαράκι
χρωματογραφία
хроматография
  1. хроматогра́фия
χρωματογραφική ανάλυση
χρωματογραφικός
χρωματογράφος
портретист
  1. художник-портретист
  2. фотограф-портретист
χρωματογραφώ
χρωματοκόνδυλο ζωγραφικής
χρωματομετρία колориметрия
χρωματοπινάκιο
χρωματοσφαίριση пейнтбо́л
χρωματόσωμα
χρώμα φόντου
χρωμικό άλας
χρωμικό οξύ
χρωμικός
χρωμιο хром
χρώμιο хром
χρωμίωση
χρωμολιθογραφία
χρωμολιθογραφική εικών
χρωμολιθογραφικός
χρωμόσφαιρα хромосфера
χρωμόσωμα
хромосома
  1. хромосо́ма
χρωμοσωμικεσ διαταραχεσ
χρωμοφόρα ομάδα
χρωμωμένος
χρώση пигмента́ция
χρωστάω
быть обя́занным
  1. быть в долгу́
  2. быть до́лжным
χρωστήρας
χρωστικές ύλες
χρωστική
краситель
  1. пигмент
χρωστική ουσία пигме́нт
χρωστική ουσία τροφίμων
χρωστική τροφίμων пищевой краситель
χρωστική ύλη
краситель
  1. краска
  2. цвет
χρωστική ύλη/βαφή
краситель
  1. краска
  2. цвет
χρωστικός
χρωστό
χρωστώ
быть обя́занным
  1. быть в долгу́
  2. быть до́лжным
  3. быть должным
χταπόδι
осьминог
  1. осьмино́г
ελληνικά русский