PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
απλούστατος
απλούστερος
απλούστευση
упрощение
  1. упроще́ние
  2. упрощения
απλούστευση της νομοθεσίας
απλούστευση των διατυπώσεων
απλουστεύω упростить
απλόχερα
απλοχέρης щедрый
απλοχεριά щедрость
απλόχερος чрезмерный
απλοχωριά
απλόχωρος просторный
απλυσιά
άπλυτα бельё
άπλυτος немытый
άπλωμα
απλωμένος
απλώνομαι
простирать
  1. тянуться
  2. проходить
  3. разбрасывать
  4. переходить
  5. перейти
απλώνομαι άτακτα растянуться
απλώνω
απλώνων
απλώνω πάλι
απλώνω στον ήλιο небольшая ферма
απλώνω τα χέρια
απλώνω χέρι
απλώνω χόρτα
απλώς
лишь
  1. то́лько
  2. про́сто
  3. всего́ лишь
  4. только
απλωσιά
απλώστρα
Απλώστρα ρούχων
απλώτης
απλωτός
άπμνους
άπνευστα
άπνοια
απνοία
άπνους напряженный
απο мимо
απο-
бес-
  1. с-
  2. не-
  3. от-
  4. дис-
  5. де-
  6. без-
από
из
  1. от
  2. с
  3. чем
  4. не́жели
  5. чело
  6. так как
  7. через
απ’ ό
από αλουμίνιο мишура
από ανέντιμος
αποαποικιοποίηση
από απόφαση дополнительные выборы
από αυτο
από αυτό посредством этого
από αυτός ο δρόμος
этот дорога
  1. этот путь
αποβάθρα
пирс
  1. пристань
  2. набережная
  3. мол
  4. перрон
  5. платформа
  6. док
  7. прича́л
  8. при́стань
  9. платфо́рма
  10. перро́н
  11. посадка
  12. щавель
  13. сходни
  14. дамба
  15. причал
αποβάθρες
ελληνικά русский