PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αεροφυλάκιο
αεροφυσαλλίδα
αεροφυσική
αερόφυτο
αεροφωτογραμμικός
αεροφωτογράφηση
αεροφωτογραφία
αεροφωτογραφικός
αεροχείμαρρος высотное струйное течение
αεροψεκασμός
αεροψυκτήρας
αερόψυκτος
αερόψυκτος μετασχηματιστής
αερόψυξη
αερώδης
αερωθούμενος
αέτειος орлиный
αετείος
αετιδέας орлёнок
αετίνα орёл
αέτινος орлиный
Αέτιος
Аэ́тий
  1. Аэ́ций
Αέτιος ο Αντιοχεύς
αετίσιος
орли́ный
  1. орлиный
αετομάτης
αετόμορφο αναλόγιο орел
αετόπουλο орлёнок
Αετός
Орёл
  1. Орел
αετός
орёл
  1. беркут
  2. орли́ца
  3. орел
  4. сокол
  5. скопа
Αετού Νήσοι
αετοφωλιά
αετώδης ρις
αέτωμα
фронтон
  1. щипец
  2. фронто́н
  3. бормотать
αέτωμα άνοιγμα слуховое окно
αέτωμα κτίριου
αέτωμα στεγάζω двускатная крыша
Αζαήλ
αζάλεα
αζαλέα
аза́лия
  1. азалия
Αζάνας
Αζανία
Αζαρία Аджария
αζάρωτος
Αζατρού Асатру
Αζέρα
азербайджанец
  1. азербайджанка
  2. азербайджа́нец
  3. а́зик
  4. азербайджа́нка
  5. азе́р
αζεριανά
Αζερικά
азербайджанский
  1. азербайджанский язык
  2. Азербайджанский
αζερικά
азербайджанский
  1. азербайджа́нский
Αζερικά (Κυριλλικά)
Αζερικά (Λατινικά)
ελληνικά русский