PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αισθηματικός
αισθηματικός συσχετισμός созначение
αισθηματικότης
αισθηματικότητα
αισθηματισμός
αισθηματογράφημα
αισθηματολογία
сентиментальность
  1. хлынуть
αισθηματολογώ любезничать
αισθημάτων κλπ пища
αισθήσεις
αίσθηση
аффе́кт
  1. ощуще́ние
  2. восприя́тие
  3. шевелиться
  4. понимание
  5. чувствительность
αισθηση
αίσθηση αφής
αίσθηση του χιούμορ
чувство юмора
  1. юмор
αίσθηση ψύχους холодный
αισθησιακά
αισθησιακή απόλαυση удовольствие
αισθησιακός
чувственный
  1. животный
αισθησιακών
αισθησιαρχία сенсуализм
αισθησιαρχικός
αισθησιασμός чувственность
αισθησιασμός αέρας легкое ранение
αισθησιασμός άκεφος телесный цвет
αισθησιοκρατία сенсуализм
αισθησιοκρατικός
αισθησιολάτρης роскошный
αισθητή αλλαγή
αισθητή διαφορά
αισθητή θερμότητα
αισθητήρας датчик
αισθητήρας ανίχνευσης
αισθητήρας θερμοστάτη
αισθητήρια δραστηριότητα
αισθητηριακεσ λειτουργιεσ
αισθητηριακή δραστηριότητα
αισθητηριακός
αισθητηριακός ουδός порог
αισθητηριακότητα
αισθητήρια όργανα
αισθητήριο
предчу́вствие
  1. интуи́ция
αισθητήριο νεύρο
αισθητήριο όργανο о́рган чу́вств
αισθητήριο όργανο αφής
αισθητήριο όργανο θερμότητας
αισθητήριο όργανο τάσης μυός
αισθητήριος
αισθητήριος νευρώνας
αισθητήριος υποδοχέας
αισθητικά αποδεκτός литературный
ελληνικά русский