PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ακαλλιέργητος ελάφι лань
ακαλλώπιστος
ακαλμάριστος
ακάλτσωτος
ακάλυπτη επιταγή подскакивает
ακάλυπτη θέση явный
ακάλυπτη θέση ανακριτού раскрываться
ακάλυπτη θέση άνοιγμα
ακάλυπτη θέση άποψη
ακάλυπτη θέση ενισχυμένος радушный
ακάλυπτος
наружу
  1. обнажённая фигура
ακάλυπτος από из
ακάλυπτος και ακάλυπτος отъявленный
ακάλυπτος λογαριασμός
Ακάμας
ακαμάτης
лентяй
  1. ленивый
  2. лодырь
  3. бездельник
ακαμάτης ζάρια лентяй
ακαματοσύνη
ακαμάτρα
лодырь
  1. лентяй
  2. бездельник
Άκαμπα Акаба
άκαμπτες τιμές
άκαμπτη ζεύξη
άκαμπτη σύνδεση
άκαμπτη σφαίρα
άκαμπτος
упря́мый
  1. упрямый
  2. гранит
  3. непреклонный
  4. совершенный
  5. упорный
  6. чопорный
  7. покрытый броней
άκαμπτος αγωγός
ακαμψία
упрямство
  1. цепкость
  2. несгибаемость
  3. непреклонность
ακαμψιμότητα усто́йчивость
Ακάν акан
ακανές
άκανθα
перено́сица
  1. медве́жья ла́па
  2. ака́нт
ακάνθα
ακανθαρία
ακανθίας катран
ακάνθινο περίβλημα καρπού репей
ακάνθινος
ακάνθινος στέφανος
ακανθίς
ščegól
  1. щегол
  2. щего́л
ακανθίτης
ακανθοειδής
Ακανθοκέφαλα
ακανθοκεφάλα
άκανθος
ακάνθουρος чинить на скорую руку
ακανθοφόρος
ακανθόχοιρος
дикобраз
  1. дикобра́з
  2. ёж
  3. еж
  4. ёжик
ακανθυλίς
ščegól
  1. щегол
  2. щего́л
ακανθυλλίς
ακανθώδες
ακανθώδες σκυλόψαρο катран
ελληνικά русский