PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ακαταύλητος
ακαταχώρητος
ακαταχώριστος
ακατέβατη τιμή
ακατεδάφιστος
ακατεργασία грубость
ακατέργαστα δεδομένα
ακατέργαστη ζάχαρη
ακατέργαστη πέτρα
ακατέργαστο
ακατέργαστο διαμάντι
ακατέργαστο μετάξι
ακατέργαστος
необрабо́танный
  1. необработанный
  2. сырой
  3. неотделанный
ακατέργαστος πρώτη ύλη скоба
ακατέργαστος σίδηρος
ακατέργαστος χάλυβας
ακατέργαστο υλικό
ακατεύναστος
ακατηγόρητος
ακατήχητος
ακάτιο
я́лик
  1. скиф
ακάτιος ιστός фок-мачта
ακατοίκητος
необита́емый
  1. покинутый
  2. уединенный
  3. нежилой
ακατονόμαστος
ακατονομαστώς
ακατόρθωτα
ακατόρθωτο
ακατόρθωτος
невозмо́жный
  1. неосуществи́мый
  2. невыполнимый
ακατορθωτώς
άκατος барка́с
άκατος πολεμικού πλοίου
άκαυλος
άκαυστος огнестойкий
ακαυτηρίαστος
άκαυτος
ακαύχητος
Άκγγλοι
Ακενατόν Эхнатон
ακέντητος
ακέντριστος
άκεντρος
ακέντρωτος
ακένωτος
Ακέρ Акер
άκερ
смоковница
  1. клен
ακέρα
ακέραιο целочисленный
ακέραιο όριο
ακέραιος
целый
  1. интактный
  2. неотъе́млемый
  3. недели́мый
  4. неотдели́мый
  5. целочи́сленный
  6. це́лое число́
  7. интегра́л
  8. це́лое
  9. целое число
  10. щепетильный
  11. полный
  12. чистосердечный
  13. безграничный
  14. составлять целое
  15. правый
  16. весь
ακέραιος αριθμός
целое число
  1. це́лое
  2. це́лое число́
ελληνικά русский