PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
Αγαύη Агава
αγγαζάρισμα ακολουθία билетная касса
αγγαζάρισμα γραμματέας
Αγγαίος Аггей
Αγγαρά Ангара
αγγαρεία
работа
  1. зада́ча
  2. дома́шняя рабо́та
  3. обя́занность
  4. рути́нная рабо́та
  5. неприя́тная рабо́та
  6. тяжёлая рабо́та
  7. ну́дная рабо́та
  8. наря́д
  9. упорно работать
  10. урок
  11. фон
  12. утомлять
  13. усердно работать
  14. задача
αγγαρεία άκρη окурок
αγγαρεία αποστομώνω цокольный этаж
αγγαρεύω
спра́виться
  1. справля́ться
  2. обойти́сь
  3. обходи́ться
  4. туман
αγγαρια
αγγειακα νοσηματα
αγγειακό πλέγμα
αγγειακός
сосудистый
  1. сосу́дистый
  2. васкуля́рный
αγγειακός ιστός
αγγειακό σύστημα
αγγειακό σύστημα φυτών
αγγειακό φυτό
αγγειεκτομή
вазэктоми́я
  1. вазэктомия
αγγειίτιδα
αγγείο
сосуд
  1. бак
  2. сосу́д
  3. контейнер
  4. Ваза
  5. посуда
  6. ваза
  7. халтурить
  8. прожилка
  9. жила
  10. вена
  11. горщок
  12. банка
αγγειοανοσοβλαστικός
αγγειοαποφρακτικός
αγγειοβλάστη
αγγειοβλαστικός
αγγειογένεση
αγγειογενετικός
αγγειογενής
αγγειογραφία
ангиография
  1. вазопись
  2. ангиогра́фия
αγγειοδερματίτιδα
αγγειοδιασταλτικό
αγγειοδιασταλτικός
αγγειοδιαστολή
αγγειοδραστικός
αγγειοδυσπλασία
αγγειοκαρδιογραφία
αγγειοκεράτωμα
αγγειολίπωμα
αγγειολογία ангиология
αγγειομυολίπωμα
αγγείον
αγγειοοίδημα
αγγειοπλαστείο
αγγειοπλαστηκή
αγγειοπλάστης
гончар
  1. горшечник
  2. гонча́р
  3. горше́чник
  4. работать спустя рукава
αγγειοπλαστική
гонча́рное де́ло
  1. керамический
  2. гончарное производство
  3. керамика
αγγειοπλαστική κόλλα чехол
αγγειοπλαστική κόλλα από промелькнуть
αγγείο πύλινο
αγγειοραγία
αγγειόσπερμα
цветочное растение
  1. покрытосеменные
ελληνικά русский