PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αναστατώνω τα μαλλιά κάποιου
αναστατώνω φίδι
αναστάτωση
αναστέλλομαι
αναστέλλω
αναστέλλω απότομα κίνηση
αναστέλλω πληρωμή επιταγής
αναστεναγμος
αναστεναγμός
αναστενάζω
αναστενάζων
Αναστενάρια
αναστενάρικος
αναστηλώνω
αναστήλωση
αναστηλωτικός
ανάστημα
αναστήματος
αναστημένος
αναστιγματικός
αναστιγματικός φακός
αναστολέας
αναστολείς
αναστολές
αναστολεσ
αναστολεύς
αναστολή
αναστολή εκτελέσεως της ποινής
αναστολή θανατικής καταδίκης
αναστολή καταδίκης
αναστολή λειτουργίας
αναστολή ποινής
αναστολή της βοήθειας
αναστολή των δασμών
αναστολή υπό επιτήρηση
αναστομώνω
αναστόμωση
αναστομωτική φλέβα
αναστράπτω
αναστρεπτικός
αναστρεπτό
αναστρεπτός
αναστρέφω
αναστρέφω ακάλυπτος
αναστρέφω ανακριτού
αναστρέφω ανάμεσα
αναστρέφω αναμμένος
αναστρέφω αναμμένος αντί
αναστρέφω ανόητος
αναστρέφω απίθανος
ελληνικά