PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
απαγορεύομαι
απαγορεύονται τα κινητά
απαγορεύονται τα ποδήλατα
απαγόρευση
απαγόρευση ασκήσεως επαγγέλματος
απαγόρευση εισόδου
απαγόρευση κυκλοφορίας
απαγόρευση της κυκλοφορίας
απαγόρευση της μεταφοράς
απαγορεύσιμος
απαγορευτής
απαγορευτική
απαγορευτικός
απαγορευω
απαγορεύω
απαγορεύω επιβιβάζω
απαγορεύω ρητά
απαγορεύω την είσοδο
απαγορεύω την επικοινωνίαν
απαγχόνηση
απαγχονίζομαι
απαγχονίζω
απαγχόνιση
απαγχονισμός
απάγω
απαγω
απάγω βίαια
απαγωγέας
απαγωγέας θερμότητας
απαγωγεύς
απαγωγεύς μυς
απαγωγή
απαγωγή θερμότητας
απαγωγικός
απαγωγό νεύρο
απαγωγός
απαγωγός θερμότητας
απαγωγός μυς
απάγω με βία
απάγωτος
απάδει
απαδός
απαέρια
απαέρια/αερολύματα
απαερίωση στο χώρο ταφής απορριμμάτων
απαερίωση των αποβλήτων
απαζάρευτος
απαθανατίζομαι
απαθανατίζω
απαθανάτιση
ελληνικά