PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
απαρέμφατο
απαρέσκεια
απαρέσκω
απαρηγόρητα
απαρηγόρητος
απαρίθμηση
απαριθμητής
απαριθμητής του BIOS
απαριθμούμαι
απαριθμώ
απάρνηση
απάρνηση διά όρκου
απαρνητής
απαρνητικός
απαρνιέμαι
απαρνιεμαι
απαρνούμαι
απαρνούμαι την εργασία
απαρόρμητος
απαρριθμώ
άπαρση
απαρτία
απαρτίζεται
απαρτίζομαι
απαρτίζω
άπαρτος
απαρτχάιντ
απαρχ.
απαρχαιουμένος
απαρχαιούμενος
απαρχαιωμένη τεχνολογία
απαρχαιωμένος
απαρχαιώνομαι
απαρχαιώνω
απαρχαίωση
απαρχή
άπας
απασπάτευτος
απαστράπτω
απαστράπτων
απαστράπτων αστεροειδής
απασφαλίζω
Απασχολημένος
απασχολημένος
απασχοληση
απασχόληση
απασχόληση άτομο
απασχόληση γάμος
απασχόληση/εργασία
απασχόληση καταπολέμησης ανεργίας
ελληνικά