PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αποκαρδιομένος
αποκαρδιόνω
αποκαρδιωμένος
αποκαρδιώνομαι
αποκαρδιώνω
αποκαρδίωση
αποκαρδιωτικός
από καρύδια
αποκάρωμα
αποκαρωμένος
από καταβολής κόσμου
αποκατάληπτα
αποκατάληπτος
αποκατασταίνομαι
αποκατασταίνω
αποκατάσταση
αποκατασταση
αποκατάσταση/αναμόρφωση/απορρύπανση
αποκατάσταση βλάβης
αποκατάσταση/επανόρθωση
αποκατάσταση έπειτα από παρουσίαση σφάλματος
αποκατάσταση κτηρίου
αποκατάσταση ρεύματος
αποκατάσταση σχέσεων
αποκατάσταση της ζημίας
αποκατάσταση της χλωρίδας
αποκατάστασις
αποκαταστάτης
αποκαταστατική δικαιοσύνη
αποκαταστικός
αποκατεστημένος
αποκατινός
αποκάτω
αποκατω
από κάτω
αποκεί
από κει
αποκεί κι ύστερα
απόκειται
αποκεκομένα κλαδιά φράχτη
αποκεντρικός
απόκεντρος
αποκεντρώ
αποκεντρωμένος
αποκεντρώνω
αποκέντρωση
αποκεντρωση
αποκέντρωση/εκφυλισμός/ανάστροφη εξέλιξη
αποκεντρωτικός
αποκερματισμός
ελληνικά