PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
άεργο ρεύμα
άεργος
άεργος χαρακτήρας
άεργο φορτίο
αέρια
αεριαγωγός
αέρια ενανθράκωση
αέρια κατάσταση
αέρια του στομάχου
αερίζομαι
αερίζω
αερίζω αβαρής
αερικό
αερικό θερμόμετρο
αέρινος
αέριο
αέριο αεριόρευμα
αέριο αίθουσα
αέριο αναρρόφησης
αέριο ανθρακασβεστίου
αέριο αποκρύπτω
αέριο αρπάζω
αέριο δακτυλίδι
αέριο διηλεκτρικό
αεριοθούμενο αεροπλάνο
αέριο καυστήρας αερίου
αεριολογία
αεριόμετρο
αεριόμορφος
αέριο μουστάρδας
αέριον
αεριοποίηση
αεριοποίηση του άνθρακα
αεριοποιούμαι
αεριοποιώ
αέριο που προκαλεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου
αέριο προστασίας
αεριοπροώθηση
αεριόρευμα
αεριόρευμα μαύρο
αέριος
αέριος ρύπος
αεριοστρόβιλος
αεριοσυλλέκτης
αέριο του γέλιου
αέριο του θερμοκηπίου
αεριούχα ποτά
αεριούχο ποτό
αεριούχος
αεριοφράκτης
ελληνικά