PanLex

τσακώνικα Vocabulary

4596 entries from 2 sources
απούματε
απούντετε
αποφαγούιδι
αποφάι
απόφαση
αποφασίζου
αποφορά
αποφύου
απόφωνε
απόχα
αποχαιρεκίζου
αποχαμηά
αποχάμου
αποχάνου
αποχαού
αποχαραή
αποχκίζου
απόχκιουπο
αποχουζίζου
αποχτενίδι
αποψαίνου
αποψεά
αποψηά
απράγιαστε
άπραγο
απράνιστε
άπρατε
άπρεπο
άπρετε
Απρίλη
απριλιάτσιχο
άπριτε
απροδόντζιχτε
απρόσεχτε
απροσκάλεστε
απροστάτευτε
απροστσύνητε
απροσύνιαστε
άρα
αράδα
αραδιαστά
αράθυμο
αραϊδάζου
αράκη
αρακία
αράκικο
αρακίσου
αραμού
αραμπά
αραπάτσι
τσακώνικα