PanLex

τσακώνικα Vocabulary

4596 entries from 2 sources
αφούτσι
αφρά
αφραίνου
αφράκιου
αφράτε
άφραχτε
αφρέ
αφρία
αφρίνδου
αφρόμαλε
αφρούκου
άφρουμα
άφρυτε
άφτατε
άφτιτε
αφτόιστε
άφτουρε
αφύατε
αφύσικο
άφωνε
αχάζιστε
αχαζιστία
αχάιδευτε
αχαίζητε
αχαίνου
αχαιρέκιστε
αχαΐρευτε
αχάλετε
αχαλίνουτε
αχαμνά
αχαμνέ
αχάμνια
αχαμνιένου
άχανε
αχανιάζου
αχάνιασμα
αχανικό
αχανιντούμενε
αχαράκουτε
αχάρατα
άχαρε
άχατε
άχεστε
αχήρευτε
αχινέ ή αχινέο
αχινούτσι
αχκίδα
αχκιούπητε
άχκιστε
άχλιφτε
τσακώνικα