PanLex

τσακώνικα Vocabulary

4596 entries from 2 sources
βυθίζου
βύσσινε
βυσσινία
γα
γάβρε
γαζί
γαζούκου
γάζουμα
γαΙδάρα
γαϊδουρινέ
γαϊδουροάτα
γαϊδουρόκουλε
γαϊρουκοστέρα
γαϊτανοφσύδα
γαλαζία
γαλέγγου
γάλεμα
γαληνέγγου
γαλιφέγγου
γαλίφο
γαμιώτα
γαμού
γαμπζάτσιχο
γαμπζίζου
γαμπζικό
γαμπρέ
γανούκου
γάνουμα
γανώση
γαρούφα
γάσα
γατσίου
γεγγούμενε
γειά
γείτονα
γειτόνισσα
γέμουρε
γένεια
γενία
γέννα
Γεννάρι
γεννατέ
γεννού
γεού
γερά
γερακεία
γερανέ
γεργούκι
γερέ
γεροκόμο
τσακώνικα