PanLex

τσακώνικα Vocabulary

4596 entries from 2 sources
αγούμαστε
άγουρε -ε -ε
αγουρομανάτζι ή αγουρομάνακο
αγράμματε -ε -ε
αγράπασε
αγρέγγου
άγρε -ε -ε
αγρίνι
αγριοάπρασε
αγριοκατσούα
αγροδαμαστζηγία
αγροΐζου
αγροικού
αγροΐστρα
αγροκάτσουλε
αγροκούμαρε
αγρόκραμα
αγρολία
αγρολουπινία
αγρομαλία
αγροξεικάζου
αγροπούλι
άγυρτε
αγωγιάτα
άδαρτε
άδατε
αδειάζου
άδειε
αδέϊτε -ε -ε
αδένατε
αδέξε -ε -ε
αδερέ
Άδης
αδιαντροκία
αδικού
αδικοφόνευτε
αδιτζία
αδρατζελία
άδυσσε
άε
αέρα
αέρι
αετέ
αετούτσι
άζα
αζάλετε
αζάουτε
άζαρουτε
άζατε
άζβο
τσακώνικα