PanLex

τσακώνικα Vocabulary

4596 entries from 2 sources
στρακιώτα
στραμπουλίζου
στραντζίχου
στραποχάζι
στρομπούλι
στροντζυλέ
στροντζυλέγγου
στρούγγα
στρούνου
στρουφοντζία
στροφυλιά
στρυμούκου
στυούκου
σύγγη και σρύγγη
σύγνεφο
συγνεφουτέ
συγνοθία
συδούκου και συδίου
συκρούκου
συμμαζούκου
συμπαθού
συναγρίδα
συνάζου
συνάχι
συνειθίζου
συνεικάζου
συνέρι
συνερισκούμενε
συννοϊνδούμενε
συνοδέγγου
σύνορε
συνορέγγου
συνοχή
σύνταχα
συνταχαινούμενε
συνταχούλια
συντζά
σύρμα
σύσωμο
συχύζου
συχώρεσι
σφήνα
σφίγγου
σφουγγάρι
σωθικό
σωπαίνου
σωρέ
σωριάζου
ταγάρι
ταγή
τσακώνικα