αποθεματικό αλλοδαπών |
foreign stock
|
αποθεματικό αποσβέσεων |
depreciation fund
|
αποθεματικό εξαγοράς |
redemption reserve
|
αποθεματικό μεταναστών |
Migrant Stock
|
αποθεματικό νόμισμα |
reserve currency
|
αποθεματικός |
in reserve
|
αποθεματικό του προϋπολογισμού (ΕE) |
budgetary reserve (EU)
|
αποθεματοποίηση |
storage
|
αποθεματοποιώ |
buy in
- stock
- stock up
|
απόθεμα υλικού |
stock of material
|
αποθεραπεία |
|
αποθεραπεύομαι |
recuperate
|
απόθεση |
deposition
|
απόθεση απορριμμάτων |
storage of waste
|
απόθεση/ κατάθεση |
|
αποθετήριο |
repository
|
Αποθετήριο αρχείου |
Records Repository
|
αποθετικό ρήμα |
deponent verb
- deponent
|
αποθετικός |
deponent
|
αποθέτομαι |
|
αποθέτω |
posit
- deposit
- fix
- situate
|
αποθεώνομαι |
|
αποθεώνω |
adore
- deify
- acclaim
- glorify
- apotheosize
|
αποθέωση |
apotheosis
- deification
- exaltation
|
αποθηκάριοι |
warehousemen
|
αποθηκάριος |
warehouseman
- storekeeper
- dispenser
|
αποθήκευε |
|
Αποθηκευμένα δίκτυα |
Saved networks
|
Αποθηκευμένα έργα |
Saved Projects
|
αποθηκευμένη αίτηση |
saved requisition
|
αποθηκευμένη προβολή |
saved view
|
αποθηκευμένος |
|
Αποθήκευση |
Save
|
αποθήκευση |
storage
- warehousing
- storing
- reposition
- repositing
|
αποθήκευση ASP σε buffer |
ASP buffering
|
αποθήκευση δεδομένων |
information storage
|
αποθήκευση ενέργειας |
energy storage
|
αποθήκευση ενεργών σελίδων διακομιστή σε buffer |
Active Server Pages buffering
|
αποθήκευση όπλων |
stockpiling of weapons
|
αποθήκευση σε buffer |
buffer
|
αποθήκευση τροφίμων |
storage of food
|
αποθήκευση υδρογονανθράκων |
storage of hydrocarbons
|
αποθήκευση ως |
|
Αποθήκευση ως αρχείου |
Save As File
|
αποθήκευση ως ιστοσελίδα |
|
Αποθήκευση ως μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου |
Save As E-mail
|
αποθηκευτής |
storer
|
αποθηκευτικά |
storage cost
|
αποθηκευτική συσκευή |
memory device
- storage device
|
αποθηκευτικός |
|