PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αναλωτικός
αναμαλλιάζω ерошить
αναμαλλιασμένος
Άνα Μαρία
αναμάρτητο
αναμάρτητος
безгре́шный
  1. непогреши́мый
  2. безгрешный
αναμάσημα
αναμάσημα μηρυκαστικού
αναμασημένη τροφή
αναμασητικός
αναμασώ
αναμειγνύομαι
αναμειγνύω впутывать
αναμειγνύω με όπιο
αναμειγνύω με χλώριο
ανάμεικτες αντιδράσεις
сортированные реакции
  1. sortirovanniye reaktsiyi
ανάμεικτο
ανάμεικτος сортированный
ανάμειξη
прича́стность
  1. примесь
  2. смесь
  3. смешивания
  4. смешивание
ανάμελος
αναμεμειγμένος
αναμεμιγμένος сложный
αναμεμιγμένος αέρας смесительный воздух
αναμένομαι
αναμενόμενη απόδοση ожидаемый доход
αναμενόμενο κέρδος
αναμενόμενος
перспективен
  1. перспективный
  2. возможный
  3. будущий
αναμένος
αναμένω
наде́яться
  1. ждать
  2. ожидать
  3. предчувствовать
  4. созерцать
  5. терпеть
αναμενω
αναμένων
αναμένων αίτιο беременная женщина
αναμερίζομαι
αναμερισμένος
ανάμεσα
среди
  1. среди́
  2. ме́жду
  3. посреди́
  4. через
  5. средь
  6. меж
  7. между
αναμεσα
ανάμεσα σε δύο
ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη между Сциллой и Харибдой
αναμεσίτης
ανάμεσος
αναμεταβιβαστής часы с репетицией
αναμεταδίδω
переда́ть
  1. трансли́ровать
  2. передава́ть
αναμετάδοση
αναμετάδοση αλληλογραφίας ретрансляция почты
αναμεταδότης переда́тчик
αναμεταξύ
αναμεταξύ μας
αναμετατρέπω
αναμετατροπή
αναμέτρηση
столкнове́ние
  1. схва́тка
  2. сты́чка
  3. бой
ελληνικά русский