PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αναμετριέμαι
αναμετρώ развешивать
ανά μήνα
αναμηρυκάζω
αναμιγμένος
αναμιγνύομαι
сплетать
  1. прош. от сплетать
  2. прич. от сплетать
αναμιγνύομαι με διάχυση рассеянный свет
αναμιγνύω
смеша́ть
  1. объединя́ть
  2. соединя́ть
  3. сме́шивать
  4. сплавлять
ανάμικτα
ανάμικτη γλώσσα
ανάμικτη μουσική
αναμικτήρας
карбюратор
  1. смеситель
αναμικτήρας άμμου
αναμίκτης
αναμικτής
αναμικτικός
ανάμικτο
ανάμικτο ποτό
ανάμικτος смешанный
ανάμικτος άνευ διακρίσεως
ανάμικτο τουρσί
ανάμικτρο
ανάμιξη
сласти
  1. слияние
αναμιξη
ανάμιξη ανακριτού руки вверх
ανάμιξη αναμμένος подавать
ανάμιξη από руки прочь
ανάμιξη κατεβάζω передавать потомству
ανάμιξη/μίξη
смешивания
  1. смешивание
ανάμιξη πέρα
ανάμιξη πίσω
ανάμιξη χωρίς διάκριση
αναμίξιμος
αναμιξιμότητα
αναμίσθωση
άναμμα воспаление
άναμμα φωτιάς
άναμμα φωτιάς αγρός полигон
αναμμένος
через
  1. жгучий
  2. теплый
  3. в огне
  4. согласно
αναμμένος αγροτικά ζώα скот
αναμμένος ακάλυπτος
αναμμένος ανακριτού
αναμμένος αναμμένος
αναμμένος ανεκτικός стационарный больной
αναμμένος ανέντιμος
αναμμένος άνθρακας раскалённые угли
αναμμένος απόγονοι актуальный вопрос
αναμμένος δια μέσου переживать
αναμμένος κατεβάζω
ανάμνηση
воспоминание
  1. со́бранность
  2. воспомина́ние
  3. реминисценция
  4. сосредото́ченность
  5. память
  6. припоминания
  7. припоминание
ελληνικά русский