PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ανάρμοστο συνοικέσιο
αναρμοστώς
αναρουφώ με ρουθούνια фыркать
αναρπαγή
αναρπάζω
ανάρπαστος
αναρρέω
ανάρρηση
торжественное открытие
  1. устройство
αναρριγώ
αναρριπίζω
αναρρίπτω
Αναρρίχηση Скалолазание
αναρρίχηση
скалолазание
  1. карабкаться
  2. восхождение
  3. альпинизм
αναρριχησίας выскочка
αναρριχητής ползучее растение
αναρριχητής ακανθόχοιρος дикобраз
αναρριχητικά πτηνά
αναρριχητικός
αναρριχητικός φυτό
αναρριχητικό φυτό карьерист
αναρριχιέμαι голень
αναρριχώμαι
толпиться
  1. подниматься
ανάρριψη
ανάρρους
αναρρούσα
αναρρόφηση
стремление
  1. сосание
  2. приплыл
  3. наплыв
  4. впадение
  5. втекание
  6. засасывание
  7. приток воды
αναρρόφηση αέρος
αναρροφητήρας
αναρροφητής αερίων
αναρροφητικός ανεμιστήρας
αναρροφητικός σωλήνας простак
αναρροφώ
сосать
  1. произносить с придыханием
  2. поглощать
  3. сифон
αναρροφώ εκ νέου
αναρροφώ με σιφόνι
αναρρώνυμι
αναρρωνύω
αναρρωνύων
αναρρώνω
зажива́ть
  1. зажи́ть
ανάρρωση
выздоровление
  1. выздоравливание
αναρρωτήριο лазарет
αναρρωτική άδεια о́тпуск по боле́зни
αναρρωτικός укрепляющий
αναρρωτικότης
αναρρωτικότητα
αναρτημένος
вися́чий
  1. висеть
αναρτήρ вешалка
αναρτήρ αναμμένος прихлебатель
αναρτήρας
ανάρτηση
пост
  1. сообще́ние
ανάρτηση βάρους
ελληνικά русский