PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ανάπτυξη προσωπικότητας
αναπτυξιακεσ διαταραχεσ
αναπτυξιακή βοήθεια
Αναπτυξιακή Κοινότητα της Μεσημβρινής Αφρικής
αναπτυξιακή περιοχή
αναπτυξιακή πολιτική
αναπτυξιακή ψυχολογία
αναπτυξιακό δυναμικό
αναπτυξιακό πρόγραμμα
αναπτυξιακός экспериментальный
αναπτυξιακός σχεδιασμός
αναπτύσσοαμι
αναπτύσσομαι
перерастать
  1. форма
  2. развиваться
  3. распростертый
  4. микроб
αναπτυσσόμενες χώρες развивающаяся страна
αναπτυσσομενεσ χωρεσ
αναπτυσσόμενη λίστα
αναπτυσσόμενη χώρα
Αναπτυσσόμενο разрывание
αναπτυσσόμενο μενού
раскрывающийся список
  1. раскрывающееся меню
Αναπτυσσόμενο περίγραμμα разрывающийся контур
αναπτυσσόμενος
αναπτυσσω
αναπτύσσω
пускать ростки
  1. расширяться
  2. форма
  3. давать образование
  4. описывать
  5. развивать
αναπτύσσω λεπτομερώς тщательно сделанный
αναπτύσω
ανάπτω
ανάπτω κακώς
αναπτών
ανάπτω πάλι
ανάπυξη
αναρθρία
άναρθρο επιφώνημα ягода боярышника
άναρθρος нечленораздельный
ανάρια
αναριγώ дрожать
αναριεύω
αναρίθμητα εκατομμύρια
αναρίθμητος
несчётный
  1. бессчётный
  2. бесчи́сленный
  3. неисчисли́мый
  4. бессчетный
  5. нерассказанный
  6. несосчитанный
αναριθμητώς
ανάριθμος
ανάριος
αναρίχνω κάτω
αναρμόδιος
некомпетентный
  1. неограниченный
αναρμοδιότης
αναρμοδιότητα неспособность
αναρμόνιος несогласованный
ανάρμοστα
чрезмерно
  1. слишком
αναρμοστία
ανάρμοστος
неподходя́щий
  1. неуме́стный
  2. уничижительный
  3. нескромный
ανάρμοστος γάμος
ελληνικά русский