PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ανδρικότης
ανδρικότητα мужество
ανδρικό ύφος
ανδρισμός
му́жество
  1. мужски́е половы́е о́рганы
  2. мужски́е генита́лии
  3. му́жественность
Ανδρίτσαινα
ανδρο- андро-
Ανδρόγεως
ανδρογόνο андроген
ανδρογυναίκα
ανδρογύναικα
ανδρογυνισμός
ανδρόγυνο
ανδρόγυνος
ανδροειδές андроид
ανδροειδής
Ανδροκλής
ανδρολογία андрология
ανδρολογικός
Ανδρομάχη
Андрома́ха
  1. Андромаха
Ανδρομέδα
Андромеда
  1. Андроме́да
ανδρομεδίδες Андромедиды
Ανδρονικός
Ανδρόνικος Α’
Ανδρόνικος Ασάν
Ανδρόνικος Β’ Андроник II Палеолог
Ανδρόνικος Γ’
Ανδρόνικος Δ’ Андроник IV Палеолог
ανδροπρέπεια
ανδροπρεπής
му́жественный
  1. мужско́й
  2. мужеподо́бный
  3. маскули́нный
Άνδρος
ανδρότης
ανδρότητα му́жественность
ανδρωνίτης
ανδρώνομαι
ανδρωνυμικό
ανδυναμώνω
ανεβάζω
настраивать
  1. ставить
  2. увеличивать
  3. вилы
ανεβάζω διακόπτη
ανεβάζω έργο
ανεβάζω τις τιμές толпиться
ανεβαίνω
ле́зть
  1. пола́зить
  2. зале́зть
  3. повыша́ться
  4. повы́ситься
  5. нара́щивать
  6. нарасти́ть
  7. всходи́ть
  8. поднима́ться
  9. взбира́ться
  10. увели́чить
  11. увели́чивать
  12. взобра́ться
  13. подня́ться
  14. ла́зить
  15. достигать
  16. течь
  17. бык
  18. подниматься
ανεβαινω
ανεβαίνω από происходить
ανέβασμα производство
ανεβασμένος
ανεβατός
ανεβοκαταιβαίνω
ανεβοκατεβάζω
ανεβοκατεβαίνω
ανεβοκατέβασμα
ελληνικά русский