PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ανεξαρτησία χαρακτήρα индивидуализм
ανεξάρτητα
чуть не
  1. порознь
ανεξάρτητα από
ανεξάρτητη εργασία
ανεξάρτητη κατοικία
ανεξάρτητη μονάδα
ανεξάρτητη συσκευή
ανεξάρτητο από πρόγραμμα περιήγησης безопасный для обозревателя
ανεξάρτητο διαμέρισμα
ανεξάρτητο εμπόριο
Ανεξάρτητο Κράτος της Παπούα Νέα Γουινέα
Ανεξάρτητο Κράτος της Παπούα-Νέας Γουινέας
Ανεξάρτητο Κράτος της Σαμόα
Ανεξάρτητο κράτος των Σαμόα
ανεξάρτητος
самостоя́тельный
  1. незави́симый
  2. изолированный
  3. свобо́дный
  4. случайный
  5. уединенный
  6. автономный
ανεξάρτητος από τη γλώσσα независящий от языка
ανεξάρτητος βουλευτής
ανεξάρτητος επαγγελματίας
ανεξάρτητος προμηθευτής λογισμικού
независимый поставщик программных продуктов
  1. независимый поставщик программного обеспечения
ανεξάρτητος προμηθευτής υλικού независимый поставщик оборудования
ανεξάρτητος συμπυκνωτής
ανεξάρτητο συνδικάτο
ανεξαρτήτως
ανεξασφάλιστος
ανεξέλεγκτα
ανεξέλεγκτη απόρριψη
ανεξέλεγκτος
бесконтрольный
  1. неуправляемый
ανεξέλεγκτος πληθωρισμός
ανεξέλικτος эмбриональный
ανεξερεύνητος
неизвестный
  1. неисследованный
ανεξερευνητώς
ανεξεταστέος
ανεξέταστος
ανεξετάστως συμφωνών
ανεξήγητα
ανεξήγητη απώλεια утечка
ανεξήγητος
ανεξηγητώς
ανεξιθρησκεία
ανεξιθρησκία свобо́да вероиспове́дания
ανεξίθρησκος
ανεξικακία
ανεξίκακος
ανεξιλέωτος
ανεξίτηλα
ανεξίτηλο
ανεξίτηλος
несмываемый
  1. неизгладимый
  2. нестираемый
ανεξιχνίαστος глубокий
ανέξοδα
ανέξοδη
ελληνικά русский